- ἀτρύπητος
- ἀτρύπητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατρύπητος — η, ο (AM ἀτρύπητος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα … Dictionary of Greek
ατρύπητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τρυπήθηκε ή δεν μπορεί να τρυπηθεί, ο χωρίς τρύπα: Είχε τα αυτιά ατρύπητα και δεν μπορούσε να βάλει τα σκουλαρίκια που της χάρισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτρύπητον — ἀτρύπητος masc/fem acc sg ἀτρύπητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρυπήτῳ — ἀτρύπητος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρύπητοι — ἀτρύπητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)